ορμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορμιά | οι | ορμιές |
γενική | της | ορμιάς | των | ορμιών |
αιτιατική | την | ορμιά | τις | ορμιές |
κλητική | ορμιά | ορμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορμιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁρμιά (πετονιά από τρίχα αλόγου)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαορμιά θηλυκό
- νήμα ψαρέματος όπου δένεται το αγκίστρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορμιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ορμιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας