πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνθεσῐς αἱ συνθέσεις
      γενική τῆς συνθέσεως τῶν συνθέσεων
      δοτική τῇ συνθέσει ταῖς συνθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνθεσῐν τὰς συνθέσεις
     κλητική ! σύνθεσῐ συνθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνθέσει
γεν-δοτ τοῖν  συνθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνθεσις < συντίθημι, συνθε- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + θέσις.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύνθεσις, -εως θηλυκό

  1. σύνθεση, συνδυασμός, συναρμογή
  2. συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση
     συνώνυμα: συνθεσία
  3. (γλωσσολογία) σύνθεση λέξεων, γραμμάτων
  4. (ελληνιστική σημασία)
    1. σύνθεση (μουσική)
    2. (ενδυμασία) σύνολο απλών, άνετων ρούχων των Ρωμαίων, όπως στο λατινικό synthesis

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία