synthèse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
synthèse | synthèses |
Ετυμολογία
επεξεργασία- synthèse < (λόγιο δάνειο) λατινική synthesis < αρχαία ελληνική σύνθεσις. Μορφολογικά αναλύεται σε syn- + thèse.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsynthèse (fr) θηλυκό
- η σύνθεση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- synthèse - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- synthèse - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online