ενικός         πληθυντικός  
synthèse synthèses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
synthèse < (λόγιο δάνειο) λατινική synthesis < αρχαία ελληνική σύνθεσις. Μορφολογικά αναλύεται σε syn- + thèse.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

synthèse (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία