synthesis
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- synthesis < (λόγιο δάνειο) λατινική synthesis < αρχαία ελληνική σύνθεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
synthesis (en)
- η σύνθεση, ο σχηματισμός συνθετότερων από απλούστερα
- (χημεία) η αντίδραση που οδηγεί στο σχηματισμό συνθετότερων μορίων
- (φιλοσοφία) ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης
- (στρατός) ο συνδυασμός και η σύνθεση πληροφοριών που προέρχονται από διαφορετικές πηγές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη synthesize
Πηγές
επεξεργασία
- synthesis - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- synthesis - Oxford Learner's Dictionaries
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- synthesis < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική σύνθεσις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη σύνθεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
synthesis (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- synthesis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.