Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

synthesis (en)

  1. η σύνθεση, ο σχηματισμός συνθετότερων από απλούστερα
  2. (χημεία) η αντίδραση που οδηγεί στο σχηματισμό συνθετότερων μορίων
  3. (φιλοσοφία) ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης
  4. (στρατός) ο συνδυασμός και η σύνθεση πληροφοριών που προέρχονται από διαφορετικές πηγές

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
synthesis < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική σύνθεσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε τη λέξη σύνθεσις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

synthesis (la) θηλυκό

  1. σύνθεση
  2. (ενδυμασία) σύνολο άνετων απλών ρούχων
     δείτε το ελληνιστικό σύνθεσις