συνδημιουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδημιουργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνδημιουργός (συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δημιουργός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.ði.mi.uɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δη‐μι‐ουρ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδημιουργός αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που δημιουργεί ένα έργο από κοινού με άλλον
- ※ Ο συνδημιουργός του σεναρίου της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Ζ», συγγραφέας περίπου 15 βιβλίων, μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στη συγγραφή και την πολιτική δράση. (Πέθανε ο ισπανός συγγραφέας Χορχέ Σεμπρούν, Τα Νέα, 8 Ιουνίου 2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδημιουργός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδημιουργός < συνδημιουργ(έω) + -ός. Μορφολογικά, συν- + δημιουργός
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
επεξεργασίασυνδημιουργός, -ός, -όν
- που έχει δημιουργήσει μαζί
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συνδημιουργός | οἱ | συνδημιουργοί |
γενική | τοῦ | συνδημιουργοῦ | τῶν | συνδημιουργῶν |
δοτική | τῷ | συνδημιουργῷ | τοῖς | συνδημιουργοῖς |
αιτιατική | τὸν | συνδημιουργόν | τοὺς | συνδημιουργούς |
κλητική ὦ! | συνδημιουργέ | συνδημιουργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνδημιουργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνδημιουργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
συνδημιουργός αρσενικό
- αυτός που συνεργάζεται με κάποιο άλλο για τη δημιουργία ενός έργου
Πηγές
επεξεργασία- συνδημιουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- συνδημιουργός - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.