↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στήσιμο τα στησίματα
      γενική του στησίματος των στησιμάτων
    αιτιατική το στήσιμο τα στησίματα
     κλητική στήσιμο στησίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στήσιμο < στήνω + -ιμο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsti.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στή‐σι‐μο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στήσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία