στήσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsti.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στή‐σι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στήσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στήνω
- η τοποθέτηση σε όρθια θέση κάποιων πραγμάτων
- η κατασκευή, η συναρμολόγηση
- οι ενέργειες για τη δημιουργία, οργάνωση κ.λπ. μιας επιχείρησης, ενός σχεδίου κ.τ.ό.
- (οικείο) η πόζα που παίρνει κάποιος, προκειμένου να φωτογραφηθεί κ.λπ.
- (οικείο) η πολύωρη παραμονή σε κάποιο σημείο
- (οικείο) η αναγκαστική παραμονή σε «ουρά» για εξυπηρέτηση
- (οικείο) η μεγάλη αναμονή σε προγραμματισμένο ραντεβού ή η ματαίωσή του
- (οικείο) η εσκεμμένη αθέμιτη αλλοίωση αποτελέσματος αγώνων για στοιχηματικούς ή άλλους οικονομικούς λόγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στήσιμο
|