πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στήσιμο τα στησίματα
      γενική του στησίματος των στησιμάτων
    αιτιατική το στήσιμο τα στησίματα
     κλητική στήσιμο στησίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στήσιμο < στήνω + -ιμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία