Δείτε επίσης: σαπών, Σαπών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾱπων-
ονομαστική σάπων οἱ σάπωνες
      γενική τοῦ σάπωνος τῶν σαπώνων
      δοτική τῷ σάπων τοῖς σάπωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σάπων τοὺς σάπωνᾰς
     κλητική ! σάπων σάπωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάπωνε
γεν-δοτ τοῖν  σαπώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάπων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάπων, -ωνος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) σαπούνι
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, Θεραπευτικῆς μεθόδου, Βιβλίον Α, 10, 569, 13
    ※  ἔστι δὲ δήπου καὶ ὁ σάπων ὀνομαζόμενος ἐν τοῖς μάλιστα ῥύπτειν δυναμένοις.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία