Δείτε επίσης: σαπών, Σαπών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάπων οι σάπωνες
      γενική του σάπωνος των σαπώνων
    αιτιατική τον σάπωνα τους σάπωνας
     κλητική σάπων σάπωνες
Δείτε την αρχαία κλίση στο σάπων.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σάπων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsa.pon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σά‐πων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάπων αρσενικό

  1. (λόγιο) το σαπούνι
  2. (χημεία) άλας οργανικού οξέος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾱπων-
ονομαστική σάπων οἱ σάπωνες
      γενική τοῦ σάπωνος τῶν σαπώνων
      δοτική τῷ σάπων τοῖς σάπωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σάπων τοὺς σάπωνᾰς
     κλητική ! σάπων σάπωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάπωνε
γεν-δοτ τοῖν  σαπώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάπων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάπων, -ωνος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία