σαπωνοποιία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαπωνοποιία θηλυκό
- η κατασκευή σαπουνιού
- η βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής σαπουνιού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σαπουνόνερο
- σαπούνισμα
- σαπουνόλουτρο
- σαπουνόπετρα
- σαπουνόπερα
- σαπουνόφουσκα
- σαπουνόχορτο
- σαπουνόχωμα
- σαπουνάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαπωνοποιία