Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπουνόπετρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
σαπουνόπερα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σαπουνόπετρ
α
οι
σαπουνόπετρ
ες
γενική
της
σαπουνόπετρ
ας
των
σαπουνοπετρ
ών
αιτιατική
τη
σαπουνόπετρ
α
τις
σαπουνόπετρ
ες
κλητική
σαπουνόπετρ
α
σαπουνόπετρ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπουνόπετρα
<
σαπούνι
+
-ο-
+
πέτρα
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
soapstone
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαπουνόπετρα
θηλυκό
(
ορυκτολογία
)
μαλακό
ορυκτό
που περιέχει
πυριτικό
μαγνήσιο
και μοιάζει στην
αφή
με
σαπούνι
Συνώνυμα
επεξεργασία
σαπωνόλιθος
σαπουνόχωμα
τάλκης
/
ταλκ
(
στεατίτης
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπουνόπετρα
αγγλικά
:
soapstone
(en)