ταλκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταλκ ουδέτερο άκλιτο
- άσπρη σκόνη από τάλκη ή καλαμποκάλευρο που χρησιμοποιείται κυρίως για προστασία του δέρματος από ερεθισμούς λόγω ιδρώτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταλκ ουδέτερο άκλιτο
- (ορυκτολογία) άλλη μορφή του τάλκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταλκ
|
- ↑ ταλκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας