τάλκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τάλκης | οι | τάλκες |
γενική | του | τάλκη | των | ταλκών |
αιτιατική | τον | τάλκη | τους | τάλκες |
κλητική | τάλκη | τάλκες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατάλκης αρσενικό
- (ορυκτολογία) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου (Mg₃Si₄O₁₀(OH)₂)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαπουνόπετρα