Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στεατίτης οι στεατίτες
      γενική του στεατίτη των στεατιτών
    αιτιατική τον στεατίτη τους στεατίτες
     κλητική στεατίτη στεατίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δείγματα στεεατίτη με διαφορετικά χρώματα
 
Μυκηναϊκό κόσμημα από στεατίτη 1400-1250 π.Χ., αρχαιολογικό μουσείο Μυκόνου

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεατίτης < στέαρ / στέατ(ος) + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεατίτης αρσενικό

  • (ορυκτολογία) ορυκτός λίθος, μαλακός, χωρίς πόρους, που μπορεί κανείς εύκολα να επεξεργαστεί και μπορεί να δώσει λείες επιφάνειες. Το χρώμα του είναι άσπρο, ανοιχτό πράσινο ή γκρίζο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία