σαπωνόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαπωνόλιθος | οι | σαπωνόλιθοι |
γενική | του | σαπωνόλιθου & σαπωνολίθου |
των | σαπωνόλιθων & σαπωνολίθων |
αιτιατική | τον | σαπωνόλιθο | τους | σαπωνόλιθους & σαπωνολίθους |
κλητική | σαπωνόλιθε | σαπωνόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαπωνόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαπωνόλιθος
|