σαπωνίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαπωνίτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.poˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐πω‐νί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαπωνίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) φυλλοπυριτικό ορυκτό που μοιάζει με το σαπούνι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σαπωνίτης στη Βικιπαίδεια