↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλλοπυριτικός η φυλλοπυριτική το φυλλοπυριτικό
      γενική του φυλλοπυριτικού της φυλλοπυριτικής του φυλλοπυριτικού
    αιτιατική τον φυλλοπυριτικό τη φυλλοπυριτική το φυλλοπυριτικό
     κλητική φυλλοπυριτικέ φυλλοπυριτική φυλλοπυριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλλοπυριτικοί οι φυλλοπυριτικές τα φυλλοπυριτικά
      γενική των φυλλοπυριτικών των φυλλοπυριτικών των φυλλοπυριτικών
    αιτιατική τους φυλλοπυριτικούς τις φυλλοπυριτικές τα φυλλοπυριτικά
     κλητική φυλλοπυριτικοί φυλλοπυριτικές φυλλοπυριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλλοπυριτικός < φυλλο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

φυλλοπυριτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία