↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοπυριτικός η ορθοπυριτική το ορθοπυριτικό
      γενική του ορθοπυριτικού της ορθοπυριτικής του ορθοπυριτικού
    αιτιατική τον ορθοπυριτικό την ορθοπυριτική το ορθοπυριτικό
     κλητική ορθοπυριτικέ ορθοπυριτική ορθοπυριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοπυριτικοί οι ορθοπυριτικές τα ορθοπυριτικά
      γενική των ορθοπυριτικών των ορθοπυριτικών των ορθοπυριτικών
    αιτιατική τους ορθοπυριτικούς τις ορθοπυριτικές τα ορθοπυριτικά
     κλητική ορθοπυριτικοί ορθοπυριτικές ορθοπυριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθοπυριτικός < ορθο- + πυριτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ορθοπυριτικός, -ή, -ό

  1. (ορυκτολογία) συνώνυμο του νησοπυριτικός: χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία η αναλογία οξυγόνου / πυριτίου είναι 4
    ※  Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 [1])
  2. το ανιόν SiO4 με σθένος -4

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία