κυκλοπυριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακυκλοπυριτικός, -ή, -ό,
- (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία η αναλογία οξυγόνου / πυριτίου είναι 3,0
- ※ Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 [1])
- ※ EΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 28.4.2020 για την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας που χορηγήθηκε με την απόφαση C(2018)1912(final) για το φάρμακο «Lokelma - κυκλοπυριτικό νάτριο ζιρκόνιο» που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, 28/4/2020 ([2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυκλοπυριτικός