↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
      γενική του καλαμποκάλευρου των καλαμποκάλευρων
    αιτιατική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
     κλητική καλαμποκάλευρο καλαμποκάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμποκάλευρο < καλαμπόκ(ι) + άλευρο[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαμποκάλευρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία