Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπότα οι μπομπότες
      γενική της μπομπότας
    αιτιατική την μπομπότα τις μπομπότες
     κλητική μπομπότα μπομπότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπομπότα < πιθανόν αλβανική bobotë[1]
Κατ' άλλη εκδοχή < ρουμανική bobota < bob (κόκκος σιταριού) (σχετίζονται: αρωμουνική boba, σερβική boba)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /boˈbo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπο‐μπό‐τα
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπομπότα θηλυκό (παρωχημένο)

  1. (τρόφιμο) ψωμί που παρασκευάζεται από καλαμποκάλευρο
  2. (συνεκδοχικά) ένα είδος πίτας που παρασκευάζεται από καλαμποκάλευρο
    ※  Η μπομπότα που έτρωγε στην Κατοχή -που ήταν νέος και ωραίος-, εκείνος ο χυλός από καλαμποκάλευρο που χόρταινε την πείνα του, «το νοστιμότερο πράμα στον κόσμο!» (Comfort food, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 3/1/2010)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μπομπότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.