σαπουνόπερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαπουνόπερα < σαπούνι + -ο- + όπερα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική soap opera)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαπουνόπερα θηλυκό
- (συνήθως μειωτικό) τηλεοπτική δραματική σειρά με έντονα μελοδραματικά χαρακτηριστικά