ενικός         πληθυντικός  
savonnerie savonneries


  Ετυμολογία

επεξεργασία
savonnerie < savon + -erie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.vɔn.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

savonnerie (fr) θηλυκό