Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπουνόνερο τα σαπουνόνερα
      γενική του σαπουνόνερου των σαπουνόνερων
    αιτιατική το σαπουνόνερο τα σαπουνόνερα
     κλητική σαπουνόνερο σαπουνόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπουνόνερο < σαπούν(ι) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπουνόνερο ουδέτερο

  1. το νερό που είναι γεμάτο σαπουνάδες μετά το πλύσιμο
  2. κατάλοιπο επεξεργασίας ακατέργαστου λαδιού κατά το φυγόκεντρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία