σαπωνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαπωνοειδής | η | σαπωνοειδής | το | σαπωνοειδές |
γενική | του | σαπωνοειδούς* | της | σαπωνοειδούς | του | σαπωνοειδούς |
αιτιατική | τον | σαπωνοειδή | τη | σαπωνοειδή | το | σαπωνοειδές |
κλητική | σαπωνοειδή(ς) | σαπωνοειδής | σαπωνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαπωνοειδείς | οι | σαπωνοειδείς | τα | σαπωνοειδή |
γενική | των | σαπωνοειδών | των | σαπωνοειδών | των | σαπωνοειδών |
αιτιατική | τους | σαπωνοειδείς | τις | σαπωνοειδείς | τα | σαπωνοειδή |
κλητική | σαπωνοειδείς | σαπωνοειδείς | σαπωνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασαπωνοειδής