↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπωνοειδής η σαπωνοειδής το σαπωνοειδές
      γενική του σαπωνοειδούς* της σαπωνοειδούς του σαπωνοειδούς
    αιτιατική τον σαπωνοειδή τη σαπωνοειδή το σαπωνοειδές
     κλητική σαπωνοειδή(ς) σαπωνοειδής σαπωνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπωνοειδείς οι σαπωνοειδείς τα σαπωνοειδή
      γενική των σαπωνοειδών των σαπωνοειδών των σαπωνοειδών
    αιτιατική τους σαπωνοειδείς τις σαπωνοειδείς τα σαπωνοειδή
     κλητική σαπωνοειδείς σαπωνοειδείς σαπωνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαπωνοειδής < σάπων + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

σαπωνοειδής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία