Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπωνώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαπωνώδ
ης
η
σαπωνώδ
ης
το
σαπωνώδ
ες
γενική
του
σαπωνώδ
ους
της
σαπωνώδ
ους
του
σαπωνώδ
ους
αιτιατική
τον
σαπωνώδ
η
τη
σαπωνώδ
η
το
σαπωνώδ
ες
κλητική
σαπωνώδ
η
(
ς
)
σαπωνώδ
ης
σαπωνώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαπωνώδ
εις
οι
σαπωνώδ
εις
τα
σαπωνώδ
η
γενική
των
σαπωνωδ
ών
των
σαπωνωδ
ών
των
σαπωνωδ
ών
αιτιατική
τους
σαπωνώδ
εις
τις
σαπωνώδ
εις
τα
σαπωνώδ
η
κλητική
σαπωνώδ
εις
σαπωνώδ
εις
σαπωνώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπωνώδης
<
σάπων
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
σαπωνώδης
που
μοιάζει
με
σαπούνι
σε
υφή
,
σύσταση
κ.λπ.
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σαπωνοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπωνώδης
→
δείτε
τη λέξη
σαπωνοειδής