προεπιλεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προεπιλεγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προεπιλέγω
Μετοχή
επεξεργασία
προεπιλεγμένος αρσενικό, προεπιλεγμένη θηλυκό, προεπιλεγμένο ουδέτερο
- που έχει προεπιλεγεί
- (πληροφορική) που αφορά παράμετρο σε λογισμικό (software) ή υλικό (hardware) που έχει τεθεί εκ των προτέρων από τον κατασκευαστή και μπορεί να μεταβληθεί από τον χρήστη