↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεπιλεγμένος η προεπιλεγμένη το προεπιλεγμένο
      γενική του προεπιλεγμένου της προεπιλεγμένης του προεπιλεγμένου
    αιτιατική τον προεπιλεγμένο την προεπιλεγμένη το προεπιλεγμένο
     κλητική προεπιλεγμένε προεπιλεγμένη προεπιλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεπιλεγμένοι οι προεπιλεγμένες τα προεπιλεγμένα
      γενική των προεπιλεγμένων των προεπιλεγμένων των προεπιλεγμένων
    αιτιατική τους προεπιλεγμένους τις προεπιλεγμένες τα προεπιλεγμένα
     κλητική προεπιλεγμένοι προεπιλεγμένες προεπιλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεπιλεγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προεπιλέγω

προεπιλεγμένος αρσενικό, προεπιλεγμένη θηλυκό, προεπιλεγμένο ουδέτερο

  1. που έχει προεπιλεγεί
  2. (πληροφορική) που αφορά παράμετρο σε λογισμικό (software) ή υλικό (hardware) που έχει τεθεί εκ των προτέρων από τον κατασκευαστή και μπορεί να μεταβληθεί από τον χρήστη

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία