πολυαίματος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυαίματος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυαίματος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -αίματος. Συγκρίνετε με το πολυαίμακτος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈe.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐αί‐μα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
πολυαίματος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πολύς και αίμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυαίματος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολυαίματος, -ος, -ον
- γεμάτος αίμα, πολυαίματος
- ≠ αντώνυμα: ὀλιγόαιμος, ὀλίγαιμος
- άλλες μορφές: πολύαιμος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πολύς και αἷμα
Πηγές επεξεργασία
- πολυαίματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.