↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύαιμος η πολύαιμη το πολύαιμο
      γενική του πολύαιμου της πολύαιμης του πολύαιμου
    αιτιατική τον πολύαιμο την πολύαιμη το πολύαιμο
     κλητική πολύαιμε πολύαιμη πολύαιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύαιμοι οι πολύαιμες τα πολύαιμα
      γενική των πολύαιμων των πολύαιμων των πολύαιμων
    αιτιατική τους πολύαιμους τις πολύαιμες τα πολύαιμα
     κλητική πολύαιμοι πολύαιμες πολύαιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύαιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύαιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύαιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύαιμος τὸ πολύαιμον
      γενική τοῦ/τῆς πολυαίμου τοῦ πολυαίμου
      δοτική τῷ/τῇ πολυαίμ τῷ πολυαίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύαιμον τὸ πολύαιμον
     κλητική ! πολύαιμε πολύαιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύαιμοι τὰ πολύαιμ
      γενική τῶν πολυαίμων τῶν πολυαίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυαίμοις τοῖς πολυαίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυαίμους τὰ πολύαιμ
     κλητική ! πολύαιμοι πολύαιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυαίμω τὼ πολυαίμω
      γεν-δοτ τοῖν πολυαίμοιν τοῖν πολυαίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα