πολυαιμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυαιμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυαιμία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυαιμία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυαιμία
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυαιμίᾱ | αἱ | πολυαιμίαι |
γενική | τῆς | πολυαιμίᾱς | τῶν | πολυαιμιῶν |
δοτική | τῇ | πολυαιμίᾳ | ταῖς | πολυαιμίαις |
αιτιατική | τὴν | πολυαιμίᾱν | τὰς | πολυαιμίᾱς |
κλητική ὦ! | πολυαιμίᾱ | πολυαιμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυαιμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυαιμίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυαιμία, -ας θηλυκό
- (ιατρική) αφθονία αίματος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 6 , 669b
- Συμβέβηκε δὲ καὶ τὰ μεγέθη τούτων ἐλάττω τῶν ζῴων ὡς ἐπίπαν εἰπεῖν· τὸ γὰρ θερμὸν αὐξητικόν· ἡ δὲ πολυαιμία θερμότητος σημεῖον.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De plenitudine, 10, p.564 @scaife.perseus
- καθάπερ δὲ ἐν σαρκὶ τὸ μέν ἐστιν εὐσαρκία, τὸ δὲ πολυσαρκία, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐν αἵματι τὸ μὲν οἷον εὐαιμία τίς ἐστι, τὸ δὲ πολυαιμία.
- ≠ αντώνυμα: ὀλιγαιμία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 6 , 669b
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πολυαιμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.