Δείτε επίσης: ολιγαιμία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀλιγαιμί αἱ ὀλιγαιμίαι
      γενική τῆς ὀλιγαιμίᾱς τῶν ὀλιγαιμιῶν
      δοτική τῇ ὀλιγαιμί ταῖς ὀλιγαιμίαις
    αιτιατική τὴν ὀλιγαιμίᾱν τὰς ὀλιγαιμίᾱς
     κλητική ! ὀλιγαιμί ὀλιγαιμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλιγαιμί
γεν-δοτ τοῖν  ὀλιγαιμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀλιγαιμία < ὀλίγαιμος < ὀλίγος + αἷμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀλιγαιμία θηλυκό

Απόγονοι επεξεργασία

ὀλιγαιμία (αρχαία ελληνικά)

αγγλικά: oligaemia

  Πηγές επεξεργασία