Δείτε επίσης: Πλυνός, πλύνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλυνός οι πλυνοί
      γενική του πλυνού των πλυνών
    αιτιατική τον πλυνό τους πλυνούς
     κλητική πλυνέ πλυνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλυνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλυνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pliˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλυ‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλυνός αρσενικό (λόγιο)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πλῠνο-
ονομαστική πλυνός οἱ πλυνοί
      γενική τοῦ πλυνοῦ τῶν πλυνῶν
      δοτική τῷ πλυν τοῖς πλυνοῖς
    αιτιατική τὸν πλυνόν τοὺς πλυνούς
     κλητική ! πλυνέ πλυνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλυνώ
γεν-δοτ τοῖν  πλυνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλυνός < πλύνω, πλυν- + -ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλυνός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία