Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επενδυμένος η επενδυμένη το επενδυμένο
      γενική του επενδυμένου της επενδυμένης του επενδυμένου
    αιτιατική τον επενδυμένο την επενδυμένη το επενδυμένο
     κλητική επενδυμένε επενδυμένη επενδυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επενδυμένοι οι επενδυμένες τα επενδυμένα
      γενική των επενδυμένων των επενδυμένων των επενδυμένων
    αιτιατική τους επενδυμένους τις επενδυμένες τα επενδυμένα
     κλητική επενδυμένοι επενδυμένες επενδυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επενδυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επενδύω

  Μετοχή επεξεργασία

επενδυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επενδύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία