Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επενδυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επενδυμέν
ος
η
επενδυμέν
η
το
επενδυμέν
ο
γενική
του
επενδυμέν
ου
της
επενδυμέν
ης
του
επενδυμέν
ου
αιτιατική
τον
επενδυμέν
ο
την
επενδυμέν
η
το
επενδυμέν
ο
κλητική
επενδυμέν
ε
επενδυμέν
η
επενδυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επενδυμέν
οι
οι
επενδυμέν
ες
τα
επενδυμέν
α
γενική
των
επενδυμέν
ων
των
επενδυμέν
ων
των
επενδυμέν
ων
αιτιατική
τους
επενδυμέν
ους
τις
επενδυμέν
ες
τα
επενδυμέν
α
κλητική
επενδυμέν
οι
επενδυμέν
ες
επενδυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επενδυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επενδύω
Μετοχή
επεξεργασία
επενδυμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
επενδύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επενδυμένος