↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιεστικό τα πιεστικά
      γενική του πιεστικού των πιεστικών
    αιτιατική το πιεστικό τα πιεστικά
     κλητική πιεστικό πιεστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χειροκίνητο πιεστικό, που συνήθως χρησιμοποιείτε για ραντίσματα ή απολυμάνσεις.
Καθαρισμός υπαίθριου χώρου με τη χρήση ηλεκτρικής πιεστικής συσκευής.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιεστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιεστικό ουδέτερο

  1. (τεχνολογία, εργαλείο) αντλία που συμβάλλει στην αύξηση της πίεσης του νερού σε υδρευτικό δίκτυο
  2. (τεχνολογία, εργαλείο) πλυστικό μηχάνημα που ρίχνει νερό με πίεση, ή/και άλλο υγρό για απολύμανση ή ψεκασμό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πιεστικό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πιεστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πιεστικός