πιεστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιεστικό | τα | πιεστικά |
γενική | του | πιεστικού | των | πιεστικών |
αιτιατική | το | πιεστικό | τα | πιεστικά |
κλητική | πιεστικό | πιεστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιεστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιεστικό ουδέτερο
- (τεχνολογία, εργαλείο) αντλία που συμβάλλει στην αύξηση της πίεσης του νερού σε υδρευτικό δίκτυο
- (τεχνολογία, εργαλείο) πλυστικό μηχάνημα που ρίχνει νερό με πίεση, ή/και άλλο υγρό για απολύμανση ή ψεκασμό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιεστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπιεστικό αρσενικό ή ουδέτερο