Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετροδολάριο τα πετροδολάρια
      γενική του πετροδολαρίου
πετροδολάριου
των πετροδολαρίων
    αιτιατική το πετροδολάριο τα πετροδολάρια
     κλητική πετροδολάριο πετροδολάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετροδολάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική petrodollar < petroleum < (αρχαία ελληνική πέτρα + λατινική oleum < αρχαία ελληνική ἔλαιον) +‎ dollar (< ολλανδική daler / daalder < γερμανική Taler / Thaler < Sankt Joachimsthaler : από την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ < Joachim + -s- + Tal + -er < παλαιά άνω γερμανική tal < πρωτογερμανική *dalą)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.tɾo.ðoˈla.ɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετροδολάριο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία