πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετροδολάριο τα πετροδολάρια
      γενική του πετροδολαρίου
& πετροδολάριου
των πετροδολαρίων
    αιτιατική το πετροδολάριο τα πετροδολάρια
     κλητική πετροδολάριο πετροδολάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία