πετροδόλαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετροδόλαρο < πετροδολάρ(ιο) + -ο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈðo.la.ɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροδόλαρο ουδέτερο
- (οικονομία) άλλη μορφή του πετροδολάριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροδόλαρο
|