πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρογένεση οι πετρογενέσεις
      γενική της πετρογένεσης* των πετρογενέσεων
    αιτιατική την πετρογένεση τις πετρογενέσεις
     κλητική πετρογένεση πετρογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πετρογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετρογένεση θηλυκό

  1. (γεωλογία) ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος της πετρολογίας και έχει ως αντικείμενο έρευνας την προέλευση, δομή και εξέλιξη των διαφόρων πετρωμάτων
  2. (γεωλογία) η διαδικασία δημιουργίας των πετρωμάτων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 πετρογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)