↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρογονία οι πετρογονίες
      γενική της πετρογονίας των πετρογονιών
    αιτιατική την πετρογονία τις πετρογονίες
     κλητική πετρογονία πετρογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρογονία < πέτρα + -ο- + -γονία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική petrogeny)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετρογονία θηλυκό ή πετρογένεση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία