• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πετρογονία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρογονία οι πετρογονίες
      γενική της πετρογονίας των πετρογονιών
    αιτιατική την πετρογονία τις πετρογονίες
     κλητική πετρογονία πετρογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρογονία < πέτρα + -ο- + -γονία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική petrogeny)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετρογονία θηλυκό ή πετρογένεση

  • (γεωλογία) ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος της πετρολογίας και έχει ως αντικείμενο έρευνας την προέλευση, δομή και εξέλιξη των διαφόρων πετρωμάτων

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πετρογένεση

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • πετρογονία στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πετρογονία
  • αγγλικά : petrogeny (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πετρογονία&oldid=6606678"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Φεβρουαρίου 2024, στις 10:30

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Φεβρουαρίου 2024, στις 10:30.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας