Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρολογία οι πετρολογίες
      γενική της πετρολογίας των πετρολογιών
    αιτιατική την πετρολογία τις πετρολογίες
     κλητική πετρολογία πετρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετρολογία < πέτρα + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετρολογία θηλυκό ή πετρογραφία ή λιθολογία

  • κλάδος της γεωλογίας, ο οποίος επικεντρώνεται στην μελέτη των πετρωμάτων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία