pétrogenèse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpétrogenèse (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- pétrogenèse - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
pétrogenèse (fr) θηλυκό