περιτραχήλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιτραχήλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιτραχήλιος < περι- + αρχαία ελληνική τράχηλ(ος) + -ιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.tɾaˈçi.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐τρα‐χή‐λι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπεριτραχήλιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιτραχήλιος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιτραχήλιος < περι- + αρχαία ελληνική τράχηλ(ος) + -ιος
Επίθετο
επεξεργασίαπεριτραχήλιος, -ος, -ον
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περιτραχήλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.