πεζολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεζολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζολόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.zoˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐λό‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που γράφει πεζογραφίες, που είναι πεζογράφος
- που γράφει κενολόγα και βαρετά κείμενα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεζολόγος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πεζολόγος | οἱ | πεζολόγοι | ||||
γενική | τοῦ | πεζολόγου | τῶν | πεζολόγων | ||||
δοτική | τῷ | πεζολόγῳ | τοῖς | πεζολόγοις | ||||
αιτιατική | τὸν | πεζολόγον | τοὺς | πεζολόγους | ||||
κλητική ὦ! | πεζολόγε | πεζολόγοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζολόγω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πεζολόγοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεζολόγος (ελληνιστική κοινή) < πεζο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζολόγος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πεζολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.