↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζολογία οι πεζολογίες
      γενική της πεζολογίας των πεζολογιών
    αιτιατική την πεζολογία τις πεζολογίες
     κλητική πεζολογία πεζολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεζολογία < απόδοση από τη γαλλική prosaïsme / πεζολογ(ώ) + -ία . Μορφολογικά αναλύεται σε πεζ(ός) + -ο- + -λογία / δείτε και την ελληνιστική λέξη el (πεζός λόγος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεζολογία θηλυκό

  • λόγος ανιαρός που μοιάζει με πεζό, χωρίς λυρικότητα ή καλαισθησία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεζολογί αἱ πεζολογίαι
      γενική τῆς πεζολογίᾱς τῶν πεζολογιῶν
      δοτική τῇ πεζολογί ταῖς πεζολογίαις
    αιτιατική τὴν πεζολογίᾱν τὰς πεζολογίᾱς
     κλητική ! πεζολογί πεζολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεζολογί
γεν-δοτ τοῖν  πεζολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεζολογία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεζολογία θηλυκό