πεζολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζολογία < απόδοση από τη γαλλική prosaïsme / πεζολογ(ώ) + -ία . Μορφολογικά αναλύεται σε πεζ(ός) + -ο- + -λογία / δείτε και την ελληνιστική λέξη el (πεζός λόγος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζολογία θηλυκό
- λόγος ανιαρός που μοιάζει με πεζό, χωρίς λυρικότητα ή καλαισθησία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεζολογία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεζολογίᾱ | αἱ | πεζολογίαι |
γενική | τῆς | πεζολογίᾱς | τῶν | πεζολογιῶν |
δοτική | τῇ | πεζολογίᾳ | ταῖς | πεζολογίαις |
αιτιατική | τὴν | πεζολογίᾱν | τὰς | πεζολογίᾱς |
κλητική ὦ! | πεζολογίᾱ | πεζολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεζολογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεζολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζολογία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πεζολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.