Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεζολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεζολογικ
ός
η
πεζολογικ
ή
το
πεζολογικ
ό
γενική
του
πεζολογικ
ού
της
πεζολογικ
ής
του
πεζολογικ
ού
αιτιατική
τον
πεζολογικ
ό
την
πεζολογικ
ή
το
πεζολογικ
ό
κλητική
πεζολογικ
έ
πεζολογικ
ή
πεζολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεζολογικ
οί
οι
πεζολογικ
ές
τα
πεζολογικ
ά
γενική
των
πεζολογικ
ών
των
πεζολογικ
ών
των
πεζολογικ
ών
αιτιατική
τους
πεζολογικ
ούς
τις
πεζολογικ
ές
τα
πεζολογικ
ά
κλητική
πεζολογικ
οί
πεζολογικ
ές
πεζολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεζολογικός
<
πεζολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πεζολογικός, -ή, -ό
(
λογοτεχνία
) σχετικός με την
πεζολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεζολογικός