Ετυμολογία

επεξεργασία
πεζολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζολόγος + , μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prosaïser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.zo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐λο‐γώ

πεζολογώ, πρτ.: πεζολογούσα, αόρ.: πεζολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • γράφω ή μιλάω χωρίς παραστατικότητα και γλαφυρότητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία