πεζολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζολόγος + -ώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prosaïser
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαπεζολογώ, πρτ.: πεζολογούσα, αόρ.: πεζολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- γράφω ή μιλάω χωρίς παραστατικότητα και γλαφυρότητα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεζολογώ | πεζολογούσα | θα πεζολογώ | να πεζολογώ | πεζολογώντας | |
β' ενικ. | πεζολογείς | πεζολογούσες | θα πεζολογείς | να πεζολογείς | (πεζολόγει) | |
γ' ενικ. | πεζολογεί | πεζολογούσε | θα πεζολογεί | να πεζολογεί | ||
α' πληθ. | πεζολογούμε | πεζολογούσαμε | θα πεζολογούμε | να πεζολογούμε | ||
β' πληθ. | πεζολογείτε | πεζολογούσατε | θα πεζολογείτε | να πεζολογείτε | πεζολογείτε | |
γ' πληθ. | πεζολογούν(ε) | πεζολογούσαν(ε) | θα πεζολογούν(ε) | να πεζολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεζολόγησα | θα πεζολογήσω | να πεζολογήσω | πεζολογήσει | ||
β' ενικ. | πεζολόγησες | θα πεζολογήσεις | να πεζολογήσεις | πεζολόγησε | ||
γ' ενικ. | πεζολόγησε | θα πεζολογήσει | να πεζολογήσει | |||
α' πληθ. | πεζολογήσαμε | θα πεζολογήσουμε | να πεζολογήσουμε | |||
β' πληθ. | πεζολογήσατε | θα πεζολογήσετε | να πεζολογήσετε | πεζολογήστε | ||
γ' πληθ. | πεζολόγησαν πεζολογήσαν(ε) |
θα πεζολογήσουν(ε) | να πεζολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεζολογήσει | είχα πεζολογήσει | θα έχω πεζολογήσει | να έχω πεζολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεζολογήσει | είχες πεζολογήσει | θα έχεις πεζολογήσει | να έχεις πεζολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεζολογήσει | είχε πεζολογήσει | θα έχει πεζολογήσει | να έχει πεζολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεζολογήσει | είχαμε πεζολογήσει | θα έχουμε πεζολογήσει | να έχουμε πεζολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεζολογήσει | είχατε πεζολογήσει | θα έχετε πεζολογήσει | να έχετε πεζολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεζολογήσει | είχαν πεζολογήσει | θα έχουν πεζολογήσει | να έχουν πεζολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζολογώ
|
Πηγές
επεξεργασία- πεζολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας