Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατερναλισμός οι πατερναλισμοί
      γενική του πατερναλισμού των πατερναλισμών
    αιτιατική τον πατερναλισμό τους πατερναλισμούς
     κλητική πατερναλισμέ πατερναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατερναλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paternalism[1] < paternal < λατινική paternus < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατερναλισμός αρσενικό

  1. η υπό το πρόσχημα της προστασίας άσκηση πολιτικής που στοχεύει στον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών
     συνώνυμα: πατρονάρισμα, ποδηγέτηση, ποδηγεσία, καναλιζάρισμα, κηδεμονία, κηδεμόνευση, μανιπουλάρισμα, ετεροκατεύθυνση, χειραγώγηση
  2. η νοοτροπία που επιδεικνύει μέριμνα για τους ανήμπορους, όπως ο πατέρας για το παιδί του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία