πατερναλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατερναλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paternalism[1] < paternal < λατινική paternus < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατερναλισμός αρσενικό
- η υπό το πρόσχημα της προστασίας άσκηση πολιτικής που στοχεύει στον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών
- η νοοτροπία που επιδεικνύει μέριμνα για τους ανήμπορους, όπως ο πατέρας για το παιδί του
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπατερναλιστικά
- αντιπατερναλιστικός
- πατερναλιστής
- πατερναλιστικά
- πατερναλιστικός
- πατερναλίστρια
- → δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατερναλισμός
- ↑ πατερναλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας