Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατερναλιστής οι πατερναλιστές
      γενική του πατερναλιστή των πατερναλιστών
    αιτιατική τον πατερναλιστή τους πατερναλιστές
     κλητική πατερναλιστή πατερναλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατερναλιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paternaliste[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paternalist[1] < paternalism < paternal < λατινική paternus < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατερναλιστής αρσενικό (θηλυκό πατερναλίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πατερναλιστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)