Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπατερναλιστικός η αντιπατερναλιστική το αντιπατερναλιστικό
      γενική του αντιπατερναλιστικού της αντιπατερναλιστικής του αντιπατερναλιστικού
    αιτιατική τον αντιπατερναλιστικό την αντιπατερναλιστική το αντιπατερναλιστικό
     κλητική αντιπατερναλιστικέ αντιπατερναλιστική αντιπατερναλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπατερναλιστικοί οι αντιπατερναλιστικές τα αντιπατερναλιστικά
      γενική των αντιπατερναλιστικών των αντιπατερναλιστικών των αντιπατερναλιστικών
    αιτιατική τους αντιπατερναλιστικούς τις αντιπατερναλιστικές τα αντιπατερναλιστικά
     κλητική αντιπατερναλιστικοί αντιπατερναλιστικές αντιπατερναλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπατερναλιστικός < αντι- + πατερναλιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπατερναλιστικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία