↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασάλειμμα τα πασαλείμματα
      γενική του πασαλείμματος των πασαλειμμάτων
    αιτιατική το πασάλειμμα τα πασαλείμματα
     κλητική πασάλειμμα πασαλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πασάλειμμα < πασαλείβω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασάλειμμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία