Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασαλειμμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πασαλειμμ
ός
οι
πασαλειμμ
οί
γενική
του
πασαλειμμ
ού
των
πασαλειμμ
ών
αιτιατική
τον
πασαλειμμ
ό
τους
πασαλειμμ
ούς
κλητική
πασαλειμμ
έ
πασαλειμμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασαλειμμός
<
πασαλείβω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πασαλειμμός
αρσενικό
(
παρωχημένο
)
άλλη μορφή
του
πασάλειμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασαλειμμός
→
δείτε
τη λέξη
πασάλειμμα