παράληψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράληψη | οι | παραλήψεις |
γενική | της | παράληψης* | των | παραλήψεων |
αιτιατική | την | παράληψη | τις | παραλήψεις |
κλητική | παράληψη | παραλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράληψη < (καθαρεύουσα) παράλη(ψις) < -ψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράληψις < παραλαμβάνω < παρά + λαμβάνω. Μορφολογικά, παρά- + λήψη.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐λη‐ψη
- ομόηχο: παράλειψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράληψη θηλυκό
- (παρωχημένο, λόγιο) συνώνυμο του παραλαβή
- ⮡ παράληψη δήλωσης δεδομένων
- συχνά, σφαλερή γραφή του παράλειψη (το να παραλείπεις, να ξεχνάς κάτι)
Πηγές
επεξεργασία- «παράληψη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «παράληψις» και νεώτ. -η - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- «παράληψη» στα Σώματα Κειμένων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας