παράληψις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράληψῐς | αἱ | παραλήψεις | ||||
γενική | τῆς | παραλήψεως | τῶν | παραλήψεων | ||||
δοτική | τῇ | παραλήψει | ταῖς | παραλήψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παράληψῐν | τὰς | παραλήψεις | ||||
κλητική ὦ! | παράληψῐ | παραλήψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραλήψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραληψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράληψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραλαμβάνω, παραληπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + λῆψις.
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράληψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Σημειώσεις επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) παράληψις: η παραλαβή
- ※ Ἡ παράληψις καὶ ἀνάγνωσις τοῦ γράμματος καὶ τῶν ἄλλων συνημμένων τῷ γράμματι ἐπισήμων ἐγγράφων καὶ ἡ εἰς τὸ ἑλληνικὸν κοινὸν ἀνακοίνωσις τῆς ἀγγελίας τῶν ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τελεσθέντων χαρᾶς ἐπλήρωσε καὶ ἀγαλλιάσεως τὸ κοινὸν τοῦτο. (Παύλος Καρολίδης, Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων, τ. Δ', Αθήνα 1925, σελ. 33)
Πηγές επεξεργασία
- παράληψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράληψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.